- κωμαζόντων
- κωμάζωrevelpres part act masc/neut gen plκωμάζωrevelpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισκωμάζω — εἰσκωμάζω (Α) εισέρχομαι θορυβωδώς ως θίασος κωμαζόντων, εισορμώ ξαφνικά … Dictionary of Greek